σύνθεση με αχώριστα μόρια (προθήματα)
Αχώριστα μόρια ή προθήματα είναι λέξεις μονοσύλλαβες ή δισύλλαβες που είτε σχηματίστηκαν τα νεότερα χρόνια (λαϊκά μόρια) είτε προέρχονται από προθέσεις ή από άκλιτες λέξεις της αρχαίας ελληνικής (λόγια μόρια). Τα λαϊκά μόρια δε χρησιμοποιούνται μόνα τους στο λόγο.
Σύνθεση με αχώριστα λαϊκά μόρια
μόριο | σημασία | σύνθετη λέξη | |
01 | α- ανα- αν- | στέρηση ή άρνηση | ά-κακος, α-ξέχαστος ανα-βροχιά, ανα-δουλειά αν-άξιος, αν-εύθυνος |
02 | ξε- | έξω πολύ εντελώς στέρηση | ξε-μυτίζω, ξε-πορτίζω ξε-κουφαίνω, ξέ-μακρα ξε-γυμνώνω, ξε-κολλώ, ξε-τίναγμα ξε-βάφω, ξε-διψώ, ξ-ύπνιος |
Σύνθεση με αχώριστα λόγια μόρια
μόριο | σημασία | σύνθετη λέξη | |
01 | αει- | πάντοτε, συνεχώ | αει-κίνητος, αει-μνηστος, αει-φορία |
02 | αμφι- | από τα δύο μέρη, γύρω διχασμός | αμφί-βιο, αμφι-θέατρο, αμφί-κυρτος αμφι-βάλλω, αμφί-ρροπος |
03 | ανα- | 1. επάνω 2. πάλι 3. πίσω 4. ως υποκοριστικό | 1. ανα-σηκώνω, ανα-βάτης< 2. ανα-γέννηση, ανα-θεώρηση 3. ανα-ρωτιέμαι, ανα-στροφή 4. ανά-λαφρος |
04 | αντι- ανθ | 1. αξίωμα 2. αντίθεση 3. αντί κάποιου άλλου | 1. αντι-πτέραρχος, αντι-στράτηγος, ανθ-υπολοχαγός 2. αντι-καπνιστής, αντι-αλλεργικός 3. αντι-κλείδι, αντί-δωρο |
05 | απο- | 1. απομάκρυνση 2. αφαίρεση 3. χρόνος 4. στέρηση 5. αντίθετη ενέργεια 6. υπερβολή | 1. από-κοσμος, απο-χωρώ 2. απο-δυναμώνω, απο-βάλλω 3. από-γευμα, από-βραδο 4. απ-άνθρωπος, απο-παίδι 5. απο-συνδέω, απο-μυθοποιώ 6. απο-ξεραίνω, απο-γυμνώνω |
06 | αρτι- | πριν από λίγο | αρτι-γέννητος |
07 | αρχι- | πρώτος, ανώτερος | αρχι-εργάτης, αρχι-ερέας, αρχι-μηνιά |
08 | δια- | 1. ανάμεσα 2. παντού 3. διάλυση 4. μοιρασιά 5. ασυμφωνία 6. ανταγωνισμό 7. χρονική διάρκεια διάφορα | 1. δια-βαίνω, δια-γώνιος, διά-μετρος 2. δια-δίδω, δια-κηρύσσω 3. δια-λύω, δια-σπώ 4. δια-μοιράζω, δια-νέμω 5. δια-φέρω, δια-φωνώ 6. δια-γωνίζομαι, δια-πληκτίζομαι 7. δια-νυκτερεύω, δι-ημεύω δια-δέχομαι, δι-ενεργώ |
09 | διχο- | σε δύο | διχο-τόμος, διχό-νοια, διχο-γνωμία |
10 | δυσ- | δύσκολος, κακός | δυσ-άρεστος, δυσ-πεψία δυσ-τροπος, δυσ-φημώ |
11 | εισ- | κίνηση προς τα μέσα | είσ-οδος, εισ-πράττω, εισ-άγω |
12 | εκ- / εξ- | 1. έξω 2. αλλαγή 3. πολύ | 1. εκ-θέτω, εκ-φράζω, εξ-έχω 2. εκ-χερσώνω, εξ-ελληνισμός 3. έκ-θαμβος, έκ-πληκτος |
13 | εν- / εμ | 1. μέσα 2. ανάμεσα 3. επιτατικά διάφορα | 1. εν-έχομαι, εν-ήλικος, εμ-πιστεύομαι, εμ-πνέω< 2. εν-σωματώνω, εν-τάσσω 3. έν-αστρος, έν-θερμος, εμ-παθής εν-ισχύω, εν-οχλώ, εν-διαφέρομαι |
14 | ενδο- | μέσα | ενδο-βλέφιος, ενδο-χώρα, ενδό-μυχος |
15 | επι- / επ- / εφ- | 1. επάνω 2. ανώτερος 3. εξωτερικό τμήμα 4. αυτό που ακολουθεί 5. επιτατικά 6. συμπληρωματικά 7. σκοπό διάφορα | 1. επι-βλέπω, επι-γράφω, έφ-ιππος, εφ-αρμόζω 2. επι-σμηνίας, επι-διαιτητής 3. επι-δερμίδα, επι-κάρδιο 4. επί-γονος, επί-λογος 5. επι-βεβαιώνω, επ-αυξάνω 6. επι-χορήγηση, επι-μαρτυρία 7. επί-δοξος, επι-κερδής, επι-ζήμιος επι-ζητώ, επι-ταχύνω, εφ-ευρέτης |
16 | ευ- | 1. καλός, καλά 2. εύκολος, εύκολα | 1. ευ-αγγέλιο, ευ-άερος, ευ-καιρία 2. ευ-ερέθιστος, εύ-φορος |
17 | ημι- | 1. μισό 2. σε μικρότερο βαθμό | 1. ημί-χρονο, ημί-ωρο, ημι-σφαίριο, ημι-κρανία 2. ημι-επίσημος, ημί-φως, ημί-θεος |
18 | κατα- | 1. κάτω 2. εναντίωση 3. υπερβολή 4. μέσο μιας περιόδου 5. κατάταξη, ξεχώρισμα | 1. κατά-βαση, κατα-βυθίζω 2. κατα-δίωξη, κατα-γγέλλω 3. κατα-γοητεύω, κατα-γδύνω κατα-σπαταλώ 4. κατα-καλόκαιρο, κατα-χείμωνο 5. κατα-γράφω, κατα-μετρώ, κατα-νέμω |
19 | μετα- | 1. αλλαγή θέσης 2. επανάληψη 3. αλλαγή κατάστασης 4. δήλωση συμμετοχής 5. χρονική συνέχεια 6. τοπική θέση διάδοχη κατάσταση | 1. μετα-φορά, μετα-φύτευση, μετά-θεση 2. μετα-πωλώ 3. μετα-σχηματίζω, μετα-πλάθω, μετά-λλαξη 4. μετα-δίδω, μετα-λαμβάνω 5. μετα-μεσήμερο, μετα-μεσονύκτιο 6. μετό-πισθεν, μετα-τάρσιο μετα-σεισμός |
20 | ομο- | μαζί, που έχει το ίδιο | ομό-θρησκος, ομό-κεντρος, ομο-ούσιος |
21 | οψι- | αργά | οψι-μάθεια, οψί-πλουτος |
22 | παρα- | 1. ενώπιον 2. εναντίον 3. κοντά 4. υποκατάσταση 5. σχετική ομοιότητα 6. παράλληλη λειτουργία 7. χρονική συνέχεια 8. απόκλιση από κανονικό 9. σκόπιμη αλλοίωση διάφορα | 1. παρε-λαύνω 2. παρα-βαίνω, παρε-μποδίζω 3. παρα-θαλάσσιος, παρα-μεθόριος 4. παρα-μάνα, παρα-γιός, παρα-παίδι 5. παρα-πλήσιος, παρό-μοιος 6. παρα-κράτος, παρα-οικονομία 7. παρα-μένω, παρα-τείνω 8. παρά-νοια, παρα-φροσύνη, παρα-μνησία 9. παρα-ποιώ, παρα-χαράσσω, παρε-ρμηνεύω παρα-γνωρίζω, παρα-κολουθώ |
23 | περι- | 1. γύρω 2. πολύ 3. εξωτερικό τμήμα 4. κοντά 5. κυκλική κίνηση 6. κίνηση χωρίς στόχο 7. κρατώ μέσα | 1. περι-γιάλι, περι-ορίζω, περι-μαζεύω 2. περι-ζήτητος, περί-φημος 3. περι-κάρδιο, περι-σπέρμιο 4. περί-γειο, περι-ήλιο 5. περι-στρέφω, περι-φέρω 6. περι-φέρομαι, περι-πλανιέμαι 7. περι-έχω, περι-λαμβάνω |
24 | προσ- | 1. κίνηση προς ένα τέρμα 2. εγγύτητα 3. ομοιότητα 4. συμφωνία, σχέση 5. εναντίον 6. χρονική εγγύτητα 7. επαύξηση διάφορα | 1. προσ-έρχομαι, προσ-ελκύω 2. προσ-κολλώ, πρόσ-κειμαι 3. προσ-ομοιάζω 4. προσ-αρμόζω 5. προσ-βάλλω, προσ-κρούω 6. πρόσ-καιρος, προσ-ωρινός 7. προσ-αυξάνω, προσ-μαρτυρώ προσ-δοκώ, προσ-εύχομαι, προσ-μένω |
25 | συν- (συγ-, συλ-, συμ-, συρ-, συσ-, συ-, συνε-) | μαζί | συν-εργάτης, συν-έδριο, συγ-γενής, συγ-κάτοικος, συλ-λαμβάνω, συλ-λαλητήριο συμ-μαζεύω, συμ-παίκτης συρ-ράπτω, σύρ-ριζα συσ-κέπτομαι, συσ-κοτίζω σύ-θαμπα, σύ-ζυγος συνε-παίρνω, συνε-φέρνω |
26 | τηλε- | μακριά | τηλέ-φωνο, τηλε-χειριστήριο, τηλε-όραση |
27 | υπερ- | 1. πέρα από το κανονικό 2. προστασία, υπεράσπιση | 1. υπερ-βολή, υπερ-κόπωση, υπερ-μεγέθης 2. υπερ-ασπίζω, υπέρ-μαχος |
28 | υπο-(υπ-, υφ-) | 1. από κάτω 2. κρυφά, λίγο 3. συνοδεία 4. πίσω | 1. υπό-γειο, υπο-διευθυντής, υφ-ήλιος 2. υπο-δηλώνω, υπο-μειδιώ, υπο-σιτίζομαι 3. υπό-κρουση 4. υπο-χωρώ |
29 | υψι- | ψηλά, ψηλός | υψί-πεδο, υψί-φωνος |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου