Δευτέρα 7 Μαρτίου 2022

Τέσσερις μαθήτριες και ένας μαθητής του σχολείου μας αποτέλεσαν την ομάδα που συμμετείχε στον Παγκόσμιο Διαγωνισμό Ποίησης και Θεάτρου "CastellodiDuino" 2022 που διεξήχθη στην Τεργέστη της Ιταλίας. 1. Αμτζοπούλου Ευγενία Γ3, 2. Βγενόπουλος Αλέξανδρος Γ2, 3. Παζάρογλου Αικατερίνη Γ3, 4. Πανουτσακοπούλου Ελένη Γ3 και 5. Παπαδέα Ευαγγελία Γ1 Το θέμα με το οποίο συμμετείχαμε ήταν η "Νοσταλγία". Στο σχολείο μας απονεμήθηκε Έπαινος (theSpecialMention). (*) ευχαριστούμε ιδιαίτερα την κα Ζανέτ Ραμίρεζ, μητέρα μαθητή του σχολείου μας, για την μετάφραση δύο ποιημάτων στην Ιταλική γλώσσα. Η ποιητική συλλογή που κατέθεσε το σχολείο μας βρίσκεται ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ Όταν χάνεις όσα ξέρεις Όταν μόνο υποφέρεις Όταν η ζωή σου πια μοιάζει κενή Όταν νιώθεις την καρδιά να αιμορραγεί Μα από πού άρχισε αυτό; πού να το ρωτήσω Πώς να ξεχαστώ Τον πόνο μόνη να νικήσω; Όλοι έχουν χάσει, όλοι μέσα τους πονάνε Και όσο κι αν προσπαθούνε, υποφέρουν δεν ξεχνάνε Ναι το έχω ζήσει και εγώ Να χάνω τον εαυτό για κάτι που αγαπώ Μα ποιος να με λυπηθεί Ποιος να με καταλάβει Όλοι τα ίδια παθαίνουν Είναι δική μου μάχη Όλα μπορούν να χαθούν Να μην τα ξαναδείς, να εξαφανιστούν. Γι’ αυτό φίλε μου ψηλά το κεφάλι Κοίτα πως έχεις γίνει είσαι μαύρο χαλί Ο κόσμος γύρω το βλέπεις αλλάζει Και πολλοί αντιδρούν μα δεν σε πειράζει Έχεις συνηθίσει να χάνεις και να αγνοείς Τις λύπες, τις χαρές σου τον πόνο της ψυχής Και όλα αυτά τα κάνεις για να μην λυγίσεις Τον εαυτό σου πως είσαι καλά προσπαθείς να πείσεις "θα αντέξω, θα τα καταφέρω σιγά το πράγμα" Στην πραγματικότητα απλά εύχεσαι να γίνει θαύμα. Τον πόνο να σου πάρει μακριά να ηρεμήσεις Και τα μάτια σου γλυκά μετά να κλείσεις. Ονείρεψου γλυκά και απλά θυμήσου Πως ότι κι αν γίνει θα' μαι εδώ μαζί σου. Για εσένα που έχασες φίλο Και τον ψάχνεις καιρό Για εσένα που σε άφησαν πίσω, έρμο μοναχό Για εσένα που τα βράδια ξενυχτάς Και που άδικα τον εαυτό σου τυρρανάς Μα… και για σένα που έχασες γονιό Που τον αποχαιρέτησες από τον κόσμο αυτό Που βιάστηκες και είπες το τελευταίο σ' αγαπώ Και τώρα έχεις μέσα σου ένα τεράστιο κενό Δεν είστε μόνοι Μιλήστε σε κάποιον περνάν οι χρόνοι και όλα καλά θα πάνε μην ανησυχείτε Θα βρείτε ό,τι ποθείτε μια μέρα Θα το δείτε Ευγενία Αμτζοπούλου EMPATHY When everything you've known is lost When you suffer the most When your life falls apart When you feel pain in your heart When did it all begin? Whom to ask? How to feel? How can I forget? This pain is unbearable, am I supposed to fight it all alone? Everyone has lost, everyone is in pain And no matter how hard they try Memories won't fade away Yes this awful feeling, I know Losing myself for something i love but can't let go Who will feel sympathy for me? Who will empathise with me? Everyone has gone through all that This war is mine all mine All can be lost You might never see it again, it might disappear So my friend please don't give up Look at yourself you have reached rock bottom Everything changes in this world Others do react but you don't care anymore You are used to losing and to ignoring Your sadness, your happiness the pain in your soul You are doing all this so you won't break A miserable smile you try to fake "I can do this I must succeed" But in reality you just wish for a miracle For your misery to finally fly away So you can close your eyes and peacefully sleep Sweet dreams my friend and remember that I'm here by your side no matter what For you who lost a friend And you have not ceased looking for him for a long time For you who were left behind, a desolate monk For you who stay awake at night And that you unjustly blame yourself For you that … your parents are no longer near by For you who said a farewell to them That you rushed and said the last thing I love you And now you have a huge gap inside you You are not alone Talk to someone as time goes by and all will be well do not worry You will find what you crave for one day Believe me Eugenia Amtzopoulou Η πίκρα της φυγής Έγερνε η ημέρα με αναφιλητά στο παράθυρο της θύμησης Εκείνος ανέβηκε στον εξώστη της μνήμης και κοίταζε πέρα μακριά μέχρι εκεί που έσβηνε ο χρόνος Είχε πάντα λίγα ψίχουλα στην τσέπη να ταΐζει την αγωνία της επιστροφής και μία εικόνα στο μυαλό του να ποτίζει τις αναμνήσεις της ζωής είχε και μια πίκρα, από μικρό παιδί κάτω από τη γλώσσα, την πίκρα μιας φυγής Ακούμπησε το μέτωπο στο τζάμι της θλίψης Όλοι ζούμε ανάμεσα σε δυο πατρίδες, ψιθύρισε, τον γενέθλιο τόπο και τον παιδικό φόβο Βγήκε και περπάτησε στο ημίφως μιας αιχμηρής σκέψης η λησμονιά του περόνιαζε το κορμί ως το κόκαλο η μνήμη του πάγωνε το μυαλό ως τα βάθη της αντοχής Είχε νυχτώσει πια και πήρε το δρόμο του γυρισμού το μόνο που έφεγγε στο διάβα του ήταν ένα κεράκι του λυγμού σκαλωμένο στον φράχτη της νοσταλγίας Επέστρεφε κρατώντας στη μία χούφτα χώμα από τη γενέθλια πόλη και στην άλλη εικόνες από την φθαρμένη παιδική ζωή κι έλαμπε μέσα στο σκότος της μνήμης σαν κεράκι που τίποτα δεν μπορούσε να το σβήσει παρά μόνο το δάκρυ της απόγνωσης ενός παιδιού. L’ amarezza della fuga Il giorno si piegava a singhiozzi sulla finestra dei ricordi Salì sul balcone della memoria e guardò lontano fino al punto in cui si spegneva il tempo Aveva sempre qualche briciola in tasca per alimentare l'agonia del ritorno e un'immagine nella sua mente per innaffiare i ricordi della vita aveva anche un'amarezza, da quando era un ragazzino, sotto la lingua, l'amarezza di una fuga Appoggiò la fronte al cristallo della tristezza Viviamo tutti tra due patrie, sussurrò, il luogo di nascita e la paura dell’infanzia Uscì e camminò nella penombra di un pensiero acuto la sua dimenticanza gli trafisse il corpo fino alle ossa la sua memoria congelava la mente fino alle profondità della resistenza Era già buio e prese la strada del ritorno tutto ciò che illuminava al suo passo era una candelina singhiozzante bloccata sul recinto della nostalgia Tornò con una manciata di terra dalla sua città natale e nell’altra mano immagini della sua infanzia consumata e brillava nell'oscurità della memoria come una candela che nulla potrebbe spegnere tranne la lacrima della disperazione di un bambino. Α. Βγενόπουλος Το βραχάκι της προσμονής στην άκρη μιας ανάμνησης καιροφυλακτούσε ένας αγνοημένος καταποντισμός στη φλούδα της ανάσας του ξεγλιστρούσε κι έλιωνε το αλάτι με τις σπαταλημένες μέρες και τους ξοδεμένους όρκους μπήκε στα ρηχά νερά της μνήμης και η δροσιά της μαζεύτηκε γύρω από τους αστράγαλους όπως το πεσμένο πολυφορεμένο ρούχο στην εγκοπή του στεναγμού του είχε σφηνωθεί η εκδικητική όψη μιας απόκοσμης νοσταλγίας κάθισε στο βραχάκι της προσμονής και βούλιαξε τις παλάμες του σε περασμένες ιστορίες και χωμάτινους συμψηφισμούς στο σαγόνι της αποπομπής του περιπολούσαν οι έγνοιες με τ’ αγκαθωτά σύννεφα για ουρανό στο άνοιγμα της πνοής του εισέβαλαν στιγμές με μαδημένα φτερά και πληγιασμένους ώμους διπλώθηκε στα θραύσματα των τσακισμένων αναμνήσεων κι έμεινε εκεί να χωνευτεί όπως το κάρβουνο στη θράκα του απολογισμού όταν νοσταλγούμε δεν ζούμε τη ζωή διαχειριζόμαστε τη φθορά της La roccia dell' attesa ai margini d’ un ricordo un trascurato affondamento aspettava il momento opportuno sulla pelle del suo respiro scivolava e scioglieva il sale con giorni sprecati e voti spesi entrò nelle acque basse della memoria e la sua freschezza si è raccolta intorno alle sue caviglie come vestiti logori caduti nel solco del suo sospiro si era incastrato il volto vendicativo di un'irreale nostalgia si sedette sulla roccia dell'attesa e affondò i suoi palmi in storie passate e compensazioni di terra vicino alla sua espulsione giravano intorno le preoccupazioni con delle nuvole spinose per cielo all’ inizio del suo respiro invasero dei momenti con le ali spennate e le spalle ferite si piegò nei frammenti dei ricordi spezzati e rimase lì a consumarsi come il carbone nelle braci del suo bilancio quando si ha nostalgia non viviamo la vita ma gestiamo i suoi danni Α. Βγενόπουλος Αχ δόλια νοσταλγία Εσύ που τάχα δε μιλάς σε σκέψεις με βυθίζεις αλίμονο, πόνο και χαρά, το νου μου πλημμυρίζεις. Τη μια μου δίνεις δύναμη την άλλη με λυγάς. λόγια αγάπης μη μου λες, λόγια παρηγοριάς. Για πες, τι αποθύμησα τα χρόνια περασμένα αναπολώ και νοσταλγώ μέρη, ξεχασμένα. Κοίτα, στου προσώπου παρειά μια στάλα δάκρυ φεύγει, στα χείλη μου γλυκόπικρα κουρνιάζει και φωλεύει. Δεν ξέρω αλήθεια αν σ’ αγαπώ γιατί νιώθω μόνο θλίψη, που όταν αντίκρυ σου σταθώ σκοπώ τι μου ‘χει λείψει. Οι στοχασμοί μου νείρονται του γυρισμού τη μέρα, πότε σημαίνει ο καιρός καρδούλα μου καρτέρα. Τώρα που χρόνια πέρασαν δεν είμαι πλέον ξένος, ετούτη η γη μ’ αγκάλιασε σαν ήρθα μισευμένος. Oh deceitful nostalgia You who allegedly are silent you draw me in thoughts with woe, pain and joy, you flood my mind. Sometimes you strengthen me up others you bring me down to my knees quit saying words of love to me, words of consolation. Can you guess, what I have longed for from all the years gone by I look back and yearn for forgotten places. Look at my face a tear drops and runs down on my cheekbone on my lips bittersweet it perches and nests. I do not really know if I love you for sadness iς all that I feel as when I stand in front of you I can only think of what I've been missing. My thoughts are longing for the day of return, for the right time to come wait my poor heart wait with patience. Now that years have gone by I'm no longer a foreigner, this land has embraced me since when I came an expatriate. Αχ, νοσταλγία πως ποθώ που πίσω εσύ με στρέφεις, με μνήμες όμορφες, πικρές τα όνειρά μου θρέφεις. Κατερίνα Παζάρογλου Ah, how I long for you, Nostalgia to take me back to the past with sweet, bitter memories to feed my dreams. Αρωγοί στην προσπάθεια των μαθητών ήταν η ομάδα εκπαιδευτικών κ. Μανωλοπούλου (φιλόλογος), Μ. Γιαννίση (μαθηματικός), Ε. Σιγαλού (φυσικός). >

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου