Το σπίτι των Αναμνήσεων Τάξη:Α Γυμνασίου
Αν και μου είναι αδύνατον να
θυμηθώ πως ήταν εκείνη την υπέροχη μέρα που ήρθα στον κόσμο χαρίζοντας στους
γονείς μου το πραγματικό νόημα της ζωής – απ’ ότι μου λένε φυσικά, αν και
υποπτεύομαι ότι κάπως έτσι ένιωσαν και όταν γεννήθηκαν τα αδέρφια μου –
αισθάνομαι ότι οι λίγες εξασθενημένες αναμνήσεις που τριγυρίζουν ώρες-ώρες στη
σκέψη μου, είναι μοναδικές και ανεκτίμητες. Κι αυτές όμως οι μνήμες που μου
διαφεύγουν, φυλάσσονται στην αγαπημένη φωλιά των πρώτων μου χρόνων, το σπίτι
που γεννήθηκα.
Πρόκειται για έναν μικρό, ζεστό
και φιλόξενο χώρο που στα λίγα του δωμάτια φιλοξένησε τα συναισθήματα και τις
πρώτες μου εντυπώσεις από τη ζωή και φύλαξε μυριάδες μικρά μυστικά, που στα
παιδικά μου μάτια τον έκαναν να φαίνεται σωστός λαβύρινθος! Ας επιχειρήσω
λοιπόν μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν μου, που είναι συνδεδεμένο με το σπίτι αυτό
που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Η περιγραφή του και κάποιες από τις σημαντικότερες
αναμνήσεις μου που θα μοιραστώ μαζί σας, γίνεται με τη βοήθεια της αγαπημένης
μου γιαγιάς, η οποία με βοηθάει καρτερικά και με χαρά να καλύψω τα κενά της
μνήμης μου.
Το σπίτι που γεννήθηκα βρίσκεται
στον ψηλότερο από τους τρεις ορόφους μιας πολυκατοικίας στην οποία διαμένω εγώ
με την οικογένειά μου, ο πολυαγαπημένος μου παππούς και η αξιολάτρευτη γιαγιά
μου, αλλά και ο θείος με τα ξαδέρφια μου. Η οικογένειά μου αποτελείται από τους
γονείς μου και εμένα με τα τρία μικρότερα αδέρφια μου. Την πολυκατοικία μας
πλαισιώνουν η μπροστινή αυλή με τα υπέροχα άνθη και τις γλάστρες της γιαγιάς,
αλλά και τα παιχνίδια μας, ποδήλατα, μπάλες και πατίνια, ενώ στην πίσω μεριά
βρίσκεται ο καταπράσινος κήπος που με αγάπη και μεράκι επιμελείται ο παππούς,
πότε σκαλίζοντας το χώμα και πότε κλαδεύοντας και ποτίζοντας τις λεμονιές,
μανταρινιές και πορτοκαλιές του.
Στα δυο αυτά σημεία περνάμε τον
περισσότερο από τον ελεύθερό μας χρόνο, παίζοντας και τραγουδώντας και καμιά
φορά κάνοντας και καμιά δουλίτσα, όπως για παράδειγμα τακτοποιώντας τα ξύλα που
φέρνουμε από το χωριό ή ασβεστώνοντας τις μάντρες και τα δέντρα για το Πάσχα.
Είναι τα μέρη που χαλαρώνουμε και απολαμβάνουμε την ηρεμία και γαλήνη της
όμορφης γειτονιάς μας, η οποία είναι αραιοκατοικημένη, ήσυχη, κοντά και μακριά
ταυτόχρονα από το πολύβουο κέντρο της πόλης. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν όλες οι
βασικές υποδομές σε κοντινή απόσταση γύρω μας, όπως σχολεία, νοσοκομείο, υπεραγορά,
γήπεδο και παιδικές χαρές, αλλά χωρίς τη φασαρία, την κίνηση στους δρόμους και
το καυσαέριο του κέντρου. Δεν υπάρχουν τόσα πολλά παιδιά στα γειτονικά σπίτια,
αλλά αυτό δεν με πτοεί γιατί με τα αδέρφια και τα ξαδέρφια μου έχουμε επινοήσει
διάφορα παιχνίδια και τρόπους για να περνάμε ωραία και να διασκεδάζουμε. Τη
μικρή μας γειτονιά την έχω πραγματικά γνωρίσει από άκρη σε άκρη πια, αφού
μεγαλώνω σε αυτή από μικρό παιδί.
Ανέφερα νωρίτερα τη γιαγιά μου, η
οποία είναι ξεχωριστή για εμένα και να γιατί. Αν και οι γονείς μου συνεχώς μου
αναφέρουν πόσο πολύτιμος είμαι γι αυτούς κι αδυνατούν να εκφράσουν με λόγια τη
συγκίνηση που αισθάνονται για τα «κατορθώματά» μου (επιδόσεις σε βαθμούς,
αθλήματα, γλώσσες κλπ.) λόγω επαγγελματικών και κοινωνικών υποχρεώσεων, δεν
διαθέτουν πάντα χρόνο για να περάσουμε μαζί. Με βοηθάνε βέβαια στις καθημερινές
μου ανάγκες, στην ανάπτυξή μου και με όλα όσα χρειάζομαι και καμαρώνουν
βλέποντάς με να μεγαλώνω και να ωριμάζω. Είναι η γιαγιά μου όμως εκείνη που
πάντα βρίσκεται δίπλα μου σε ότι κι αν χρειαστώ και με φροντίζει χωρίς ποτέ να
κουράζεται και να παραπονιέται και είναι οι συμβουλές της, από μωρό που θυμάμαι
και πάντα με νοσταλγία, αυτές που με βοηθούν να καταλαβαίνω καλύτερα τον κόσμο
και να διαχειρίζομαι το άγχος αλλά και τα όνειρά μου. Ίσως παίζει κάποιο ρόλο
που είμαι το πρώτο της εγγόνι και το πιο αγαπημένο, όπως μυστικά μου ψιθυρίζει
πολλές φορές στο αυτί, για να μη ζηλεύουν τα υπόλοιπα.
Η αγαπημένη μου λοιπόν γιαγιά, με
βοήθησε να διατηρήσω ζωντανή την πρώτη από τις δυο σημαντικότερες αναμνήσεις
που θα σας περιγράψω (τη δεύτερη τη θυμάμαι πολύ καλά μια που είναι σχετικά
πρόσφατη). Και οι δυο όμως αυτές αναμνήσεις προέρχονται από τον ίδιο άνθρωπο,
τον παππού μου, που είναι πάντα ήρεμος, γελαστός, ζεστός και έτοιμος να μου
λύσει όλες τις απορίες: για το ποδόσφαιρο, την ιστορία, το ψάρεμα, το πώς
δουλεύει το αυτοκίνητο και πώς να μαστορεύω με τα εργαλεία του. Τον παππού από
τον οποίο πήρα και το όνομά μου, τον αγαπώ πολύ και τον έχω πάντα στην καρδιά
μου! Και στα δυο περιστατικά που θα αναφερθώ, τον είδα να κλαίει, αλλά όχι από
λύπη. Αντίθετα, ήταν δάκρυα χαράς και συγκίνησης, που μας έφεραν ακόμη πιο
κοντά.
Τη μέρα λοιπόν που γεννήθηκα και
όταν με πήρε για πρώτη φορά στην αγκαλιά του, ο παππούς μου συγκινήθηκε και
έκλαψε με λυγμούς από τη χαρά του. Και φανταστείτε ότι τότε δεν ήξερε ότι θα
έπαιρνα το όνομά του! Ήταν παραμονές Χριστουγέννων πριν από δώδεκα χρόνια και
μάλλον όχι τυχαία και το δεύτερο περιστατικό συνέβη Χριστούγεννα, ανήμερα αυτή
την φορά και μόλις πέρυσι, γι αυτό και το θυμάμαι τόσο έντονα.
Στεκόμασταν λοιπόν όλοι μαζεμένοι
γύρω από το τζάκι και το χριστουγεννιάτικο δέντρο μας, διαβάζοντας τις
ευχετήριες κάρτες που παραδοσιακά αλλάζουμε μεταξύ μας. Ο παππούς όμως, είχε
ξεχάσει τα γυαλιά του και δε μπόρεσε να διαβάσει καμία, έτσι άφησε την ανάγνωση
για αργότερα. Εγώ, συνεπαρμένος από τη ζεστή ατμόσφαιρα και την προσμονή της
άφιξης του νέου χρόνου, ξέχασα τελείως να του δώσω την κάρτα μου. Είχα εξάλλου
αναλάβει εγώ αυτήν τη φορά την ευθύνη να ντυθώ Άγιος Βασίλης και να μοιράσω τα
δώρα στους μικρότερους, οπότε έπρεπε να φροντίσω τη φορεσιά μου και τη
θεαματική μου είσοδο στο σπίτι χωρίς να με πάρουν χαμπάρι.
Όταν επιτέλους έφτασε η στιγμή να
αλλάξει η χρονιά και έχοντας εγκαίρως μεταμφιεστεί, ο μπαμπάς με βοήθησε να βγω
κρυφά από την πόρτα και κάνοντας ένα δυνατό θόρυβο, έκανε αντιπερισπασμό για να
μπω, τάχα από την καμινάδα, με τον σάκο και τα δώρα μου. Μοίρασα λοιπόν τα δώρα
σε μικρούς και μεγάλους, βγάλαμε φωτογραφίες και ο μικρότερος αδερφός μου,
χαρούμενος και εκστασιασμένος με κέρασε μπισκοτάκια.
Στις αρχές πια του νέου έτους,
μετά το κόψιμο της βασιλόπιτας και την ανταλλαγή των καθιερωμένων ευχών, ο
παππούς βρήκε τα γυαλιά του και κάθισε να διαβάσει τις κάρτες του. Όταν πήγα
κοντά του θυμήθηκα πως δεν του είχα δώσει τη δική μου κάρτα, την οποία είχα
φτιάξει με πολλή αγάπη και μαεστρία, χρησιμοποιώντας και κάποιες ποιητικές
εκφράσεις για να του μεταφέρω τις ευχές και τα πραγματικά μου συναισθήματα.
Αμέσως του την έδωσα προτού να παραπονεθεί και
πήγα στην ακρούλα να δω τηλεόραση. Μετά από λίγο τον είδα σκυμμένο και με το
κεφάλι στα χέρια και πραγματικά ανησύχησα. Όμως αυτός έκλαιγε με αναφιλητά,
εμφανώς συγκινημένος από τα λόγια μου στην κάρτα κι εγώ δεν μπορούσα να πιστέψω
αυτό που αντίκριζα. Σταγόνες συγκίνησης κάλυπταν τα λαμπερά του μάτια, κυλούσαν
στα μάγουλά του και δρόσιζαν το γκρίζο του μουστάκι. Με κοίταξε κατάματα με
απίστευτη ζεστασιά και με αγκάλιασε σφιχτά, με όλη του τη δύναμη. Όταν ηρέμησε,
μου εξήγησε ότι ήταν πολύ χαρούμενος και συνάμα περήφανος για μένα, ενώ μου
τόνισε πως αυτή η στιγμή θα είναι για πάντα χαραγμένη στη ζωή του. Όπως και στη
δική μου, αγαπημένε μου παππού! Αυτές τις δυο μέρες, αυτές τις δυο εμπειρίες
και στιγμές, τις θεωρώ μοναδικές, ανεπανάληπτες και ιδιαίτερες. Βίωσα απίστευτα
συναισθήματα κι έμαθα κάτι πολύ σημαντικό που θα με συνοδεύει για πάντα: το
σπίτι μου είναι εκεί που βρίσκομαι και μεγαλώνω, αλλά κυρίως είναι εκεί που
μοιράζομαι στιγμές χαράς και αγάπης με τους δικούς μου ανθρώπους και δεν το
αλλάζω με τίποτα στον κόσμο…
Δημητρούκας Παναγιώτης (2017-2018)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου