Τετάρτη 4 Απριλίου 2018


                                                                            Τάξη: Γ                      Γυμνασίου                   

Είναι το σπίτι σου και δεν το αφήνεις              

Όλοι έχουμε ένα σπίτι. Ή τουλάχιστον οι περισσότεροι από εμάς. Συνήθως το υποτιμάμε και αναζητούμε κάτι καλύτερο για να το αντικαταστήσει. Άλλες φορές πάλι δεν ξέρουμε τι είναι το σπίτι. Το σπίτι είναι ένα κτήριο το οποίο χρησιμοποιεί κάποιος ως κατάλυμα για να τρώει και να κοιμάται. Μπορεί να είναι φτιαγμένο από ξύλα, τούβλα, πέτρες, πάγο. Μπορεί να είναι παλιό ή καινούριο, εξελιγμένο ή υποανάπτυκτο. Μπορεί να έχει τη μορφή ενός μεγάλου κτηρίου ή ακόμα και ενός παγκακιού. Μπορεί να σφύζει από ζωή ή αντίθετα να είναι σχεδόν ή πλήρως εγκαταλελειμμένο. Μπορεί να είναι χτισμένο στην καρδιά της πόλης ή την απομακρυσμένη ύπαιθρο. Μέσα σε αυτό ξεκουραζόμαστε και προφυλασσόμαστε  από διάφορες δυσμενής καιρικές συνθήκες. Όλα αυτά θα μπορούσαν να περιγράψουν ένα σπίτι. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα πριν λίγο καιρό. Αλλά το σπίτι είναι πολλά περισσότερα, όπως ανακάλυψα μέσα από μία εξαιρετικά δύσκολη εμπειρία την οποία θα διηγηθώ ευθύς αμέσως.
            Όταν επιτέλους τελείωσα τις σπουδές μου η μόνη μου έγνοια ήταν να ζήσω και να δουλέψω σε μία διαφορετική πόλη. Είχα κυριολεκτικά μπουχτίσει 23 χρόνια στην ίδια βαρετή πόλη ,με τους ίδιους γνώριμους ανθρώπους και την οικογένειά μου μπλεγμένη στα πόδια μου. Είχα μια ολόκληρη ζωή μπροστά μου να συλλέξω εμπειρίες και τη ζήσω όπως θέλω γιατί όπως λένε: «Ζεις μόνο μια φορά». Έτσι λοιπόν μάζεψα τα πράγματά μου, αποχαιρέτησα την οικογένεια και τους φίλους μου και έφυγα από το σπίτι μου με προορισμό την Αθήνα. Καθώς έφευγα ένιωσα ένα πρωτόγνωρο αίσθημα για μένα, κάτι σαν νοσταλγία. Ωστόσο δεν κοίταξα πίσω, ήμουν αποφασισμένη να φύγω!
              Μόλις έφτασα στην Αθήνα αντίκρισα ένα θαύμα: μια ενδιαφέρουσα πόλη ,με διαφορετικούς ανθρώπους ότι ακριβώς χρειαζόμουν για την μετέπειτα ζωή μου . Ο πατέρας μου με άφησε στο διαμέρισμά ,που είχαν διαλέξει για μένα οι γονείς μου, και τράβηξε το δρόμο της επιστροφής. Εγώ, εντυπωσιασμένη από την καινούρια πόλη στην οποία έφτασα φανταζόμουν ένα μεγάλο, πριγκιπικό θα έλεγα, διαμέρισμα το οποίο θα μπορούσε να στεγάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου. Την αστείρευτη αυτή χαρά μου, διαδέχτηκαν η θλίψη και η απογοήτευση, καθώς το διαμέρισμα ήταν μια σκέτη ποντικότρυπα στην οποία δεν θα έβγαζα ούτε χρόνο. Σχεδόν δίπλα στεγαζόταν ένα γραφείο ενοικίασης αυτοκινήτων που έκανε αφάνταστα ενοχλητικό θόρυβο. Ωστόσο γεμάτη αισιοδοξία για την μελλοντική μου ζωή, προσπέρασα αυτή την αναποδιά σκεπτόμενη πως με τον καιρό θα καταφέρω να μαζέψω το απαραίτητο ποσό έτσι ώστε να αλλάξω κατοικία. Έλα όμως που έπρεπε να αρχίσω να δουλεύω στο εστιατόριο του θείου μου για να βγάλω τα προς το ζην. Φυσικά και δεν είχα πάει ολομόναχη σε μία ξένη πόλη χωρίς ελπίδες να βρω δουλειά λόγω της ανεργίας, αλλά είχα κι εγώ τις γνωριμίες μου.
             Η αλήθεια είναι πως δεν με πείραζε να δουλέψω, είχα μάθει από μικρή έτσι. Θυμάμαι που όταν ήμασταν παιδιά ,μας έπαιρνε ο πατέρας μου να «δουλέψουμε» στο παντοπωλείο του. Εμείς τρέχαμε αμέσως στα καλάθια και τα γεμίζαμε με κάθε λογής πράγματα:  πορτοκαλάδες, απορρυπαντικά, στυλό και κυρίως… γλυκά! Αργότερα όμως μεγαλώσαμε και καταλάβαμε πως οι γονείς μας όντως χρειάζονταν την βοήθειά μας και αρχίσαμε να τους βοηθάμε βάζοντας τιμές στα προϊόντα και αργότερα κάνοντας λογαριασμούς στο ταμείο. Εγώ ως δεύτερη μεγαλύτερη αδερφή έδωσα το καλό παράδειγμα και σιγά- σιγά , όταν η βοήθειά μου συνέβαλλε αρκετά στην ξεκούραση των γονιών μου, πήρα τον πρώτο μου αληθινό μισθό. Δηλαδή όχι τα κανονικά χρήματα που έδιναν οι γονείς μου στους λιγοστούς υπαλλήλους, αλλά λίγα ευρώ κάτι σαν επιβράβευση για την καλή δουλειά που είχα κάνει και μια παρότρυνση για να συνεχίσω έτσι. Τι ωραία που θα ‘ταν να ήμουν ακόμα παιδί και να μην νοιαζόμουν για το μέλλον! Αλλά ,ευτυχώς ή δυστυχώς, ο κάθε άνθρωπος μεγαλώνει και για να καταφέρει να περάσει τις εξετάσεις της ζωής με επιτυχία πρέπει να σκεφτεί το μέλλον του. Κι εγώ έπρεπε να συναντήσω τον θείο μου, ο οποίος είχε βρει για μένα το κατάλληλο πόστο, αφού πρώτα τακτοποιήσω το καινούριο μου σπίτι το οποίο ήλπιζα να αντικαταστήσει έστω για προσωρινά το πατρικό μου. Μπορεί το μικρό αυτό διαμέρισμα να μην είχε παρά μόνο δύο δωμάτια και ένα μπάνιο, να μην είχε μεγάλη αυλή πλημμυρισμένη από παιδικά παιχνίδια ξαπλωμένα στο απεριποίητο γρασίδι , να μην είχε γέλια και ήλιο, αλλά είχε τη γεύση της ανεξαρτησίας –μια γεύση που δεν μπορούσα να μην δοκιμάσω έστω κι αν δεν ήταν τόσο γλυκιά.
            Μετά από τον εκτενή και δύσκολο αγώνα που έκανα με την σκόνη και την τακτοποίηση των ρούχων και των προσωπικών μου αντικειμένων, ετοιμάστηκα για να γνωριστώ με την οικογενειακή επιχείρηση των θείων μου και φυσικά την πρώτη μου αληθινή δουλειά. Γι’ αυτό και έφυγα ενθουσιασμένη για την οδό Μητροπόλεως την οποία βρήκα μετά από την ουσιαστική βοήθεια του
Google Maps αφού οι ικανότητες προσανατολισμού μου δεν ήταν και τόσο ανεπτυγμένες ειδικά σε μία τόσο άγνωστη περιοχή. Η τεχνολογία με βοήθησε ακόμα μια φορά, αφού χρειάστηκε να τηλεφωνήσω στην ξαδέρφη μου έτσι ώστε να έρθει να με πάρει εκείνη γιατί είχα κυριολεκτικά μπλέξει τα πόδια μου και δεν μπορούσα με τίποτα να κατευθυνθώ μόνη μου στο εστιατόριο. Μα καλά πως θα τα έβγαζα πέρα σ’ αυτό το μέρος;
              Ήμουν πολύ χαρούμενη μόλις την είδα γιατί αυτό είχε να συμβεί πολύ καιρό.
- Ευαγγελία , πόσο καιρό έχω να σε δω, είπε αμέσως μόλις βγήκε από το αυτοκίνητό της και με αγκάλιασε σφιχτά.
-  Κι εμένα μου έλειψες ξαδερφούλα, αποκρίθηκα. Ξέρεις θα ήθελα λίγη βοήθεια. Δεν έχω ιδέα για τις οδούς και τα δρομολόγια των λεωφορείων εδώ και αναρωτιόμουν αν θα μπορούσες να με βοηθήσεις λίγο.
- Το ρωτάς; Αφού με γλιτώνεις από τη δουλειά στο εστιατόριο σου χρωστάω χάρη!
- Σοβαρά; Πήρα τη δουλειά σου; Μα καλά δεν σε πειράζει, ρώτησα και η συζήτηση συνεχίστηκε μέσα στο αυτοκίνητο.
- Πλάκα μου κάνεις; Χρόνια περίμενα αυτή τη μέρα. Να αφήσω τους γονείς μου, να βρω μια καλύτερη δουλειά, το όνειρό μου είναι. Ας βρουν μετά όποιον θέλουν να με αντικαταστήσει, σκασίλα μου.
- Και βρήκαν εμένα.
- Πάλι καλά γιατί δεν ήθελα να τους αφήσω χωρίς λατζιέρη. Θα τα ‘βρισκαν σκούρα και μετά… πάει το εστιατόριο.
- Δηλαδή θες να μου πεις πως εγώ θα πλένω τα πιάτα;
- Ναι δεν το ‘ξερες;
- Όχι, δηλαδή ο θείος δεν είχε αναφέρει τίποτα τέτοιο. Νόμιζα πως θα ήμουν σερβιτόρα ή μετρ. Αααα καλύτερα να δούλευα στο παντοπωλείο του μπαμπά παρά να μουλιάζουν τα χέρια μου κάθε μέρα.
Όση ώρα μίλαγα η ξαδέρφη μου είχε μία παράξενη έκφραση στο πρόσωπό της, μία έκφραση υπερηφάνειας και ικανοποίησης. Χαιρόταν που έφευγε και άφηνε τους γονείς της μόνους τους. Όπως ακριβώς έκανα και εγώ.
            Αφού φτάσαμε στο εστιατόριο συνειδητοποίησα πως θα ήταν δύσκολα τα πράγματα από θέμα προσανατολισμού. Πολλές στροφές, διασταυρώσεις, κόσμος. Όλα αυτά θα με εμπόδιζαν να βρω το δρόμο μου σ’ αυτό το μέρος για λίγο καιρό , αλλά ευτυχώς που ήταν και οι συγγενείς μου εκεί. «Σίγουρα θα με βοηθήσουν», σκέφτηκα. Βγήκα από το αυτοκίνητο και αντίκρισα μία ανοιχτή πόρτα αριστερά από την οποία ξεπρόβαλε μία πινακίδα που είχε ζωγραφισμένο με λευκά γράμματα το όνομα του μαγαζιού: «Το σπιτάκι». «Παράξενο», σκέφτηκα, «το μέλλον μου έχει το ίδιο όνομα με το παρελθόν μου». Μέσα στο μικρό αυτό εστιατόριο μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει το συμβατό τζάκι, αναμμένο και τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που ήταν κρεμασμένες στους ξύλινους τοίχους και λογικά απεικόνιζαν τους ιδιοκτήτες της επιχείρησης. Αίσθηση έκανε και η ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο εσωτερικό του: παραδοσιακά ακούσματα από το ραδιόφωνο, λίγα τραπέζια γεμάτα από πελάτες όλων των ηλικιών, φωνές να συζητούν χαμηλόφωνα για διάφορα θέματα και οι μυρωδιές που έρχονταν από την κουζίνα σε έβαζαν στον πειρασμό να απολαύσεις το γεύμα σου στο συγκεκριμένο μέρος. Για λίγα δευτερόλεπτα, έκλεισα τα μάτια μου και άφησα τις αισθήσεις της όσφρησης και της ακοής να με ταξιδέψουν: με πήγαν πίσω στο σπίτι μου την ημέρα της γιορτής μου, όταν η μαμά μαγείρευε το αγαπημένο μου φαγητό , σουφλέ, και ολόκληρο το σπίτι μύριζε κρέμα γάλακτος και χόρευε υπό τους ήχους της κουζίνας και του βρασίματος των μακαρονιών. Το σπίτι συνοδεύαμε κι εμείς στο χορό αφού χοροπηδούσαμε ανυπόμονοι περιμένοντας να γίνει το φαγητό και μετά να παίξουμε επιτραπέζια με τους γονείς μας. Μαζί με αυτήν την ενθύμηση ήρθε και η υπενθύμιση πως ήταν αρκετά αδύνατο να ξανανιώσω αυτά τα συναισθήματα, εφόσον είχα επιλέξει να ζήσω σε άλλη πόλη, μακριά από το σπίτι και την οικογένειά μου.  «Θα μου περάσει», καθησύχασα τον εαυτό μου που ήταν έτοιμος να μετανιώσει την απότομη φυγή του από το σπίτι του.   
            Η δουλειά δεν ήταν ούτε δύσκολη ούτε κουραστική απλά… λίγο αηδιαστική. Ναι, ως μέλος μιας πενταμελής οικογένειας έχω πλύνει πολλά πιάτα με τη διαφορά ότι ήξερα ποιος τα είχε χρησιμοποιήσει και ήμουν στο χώρο μου όπου όλα ήταν οικεία. Ευτυχώς που ήμουν ανάμεσα σε ανθρώπους που ήξερα και όχι αγνώστους. Ο θείος βοήθαγε πολύ με τα ενθαρρυντικά του λόγια και η πληρωμή ήταν αρκετά καλή. Με ήθελε στη δουλειά αλλά κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί πως στα καστανά μάτια του ήταν προφανής η λύπη που τον διακατείχε αφού η κόρη του μισούσε αυτή τη δουλειά και τελικά την εγκατέλειψε, εγκαταλείποντας και τον πατέρα της μαζί.  Μάλιστα γνωρίστηκα και με τους υπόλοιπους υπαλλήλους και ευτυχώς ήταν όλοι καλοί μαζί μου. Δεν τους έλειπε και τόσο η Νικολέτα, γιατί παραπονιόταν και γκρίνιαζε πολύ, όπως μου εμπιστεύτηκαν. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Αλέξανδρος, ο οποίος μου τράβηξε αμέσως το ενδιαφέρον. Βέβαια όλα αυτά δεν μπορούσαν να γεμίσουν το κενό που είχε αφήσει στην καρδιά μου η μετακόμισή μου σε άλλο σπίτι και περιβάλλον. Μπορεί τότε να μην το είχα καταλάβει, αλλά μετά από ένα μήνα διαμονής μου στην Αθήνα χτύπησε το τηλέφωνο και έκρυβε μία δυσάρεστη έκπληξη:
            - Τι εννοείς πουλάνε το σπίτι, είπα στην μεγαλύτερη αδερφή μου τη Μαρία που μου τηλεφώνησε.
- Αυτό που ακούς. Λένε πως δεν υπάρχουν λεφτά για να υποστηρίξουν μία τόσο μεγάλη κατοικία. Έφυγες εσύ και αναγκάστηκαν να βάλουν υπάλληλο στο μαγαζί. Εγώ βρήκα δουλειά και δεν μπορώ να κάθομαι στο σπίτι να προσέχω τα παιδιά. Έλα αύριο να πάρεις τα πράγματά σου να μετακινηθούμε σε  ένα οικονομικότερο σπίτι. Κάνε γρήγορα, μεθαύριο έρχονται οι αγοραστές.
Έκλεισα το τηλέφωνο βιαστικά και άρχισα να πακετάρω. Δεν θα άφηνα ένα τέτοιο σπίτι, ένα αληθινό κόσμημα, να φύγει από τα χέρια μας.  Αφού μάζεψα τα υπάρχοντά μου, Έτρεξα στο γραφείο ενοικίασης αυτοκινήτων και νοίκιασα ένα μικρό αμαξάκι και έφυγα σαν σίφουνας για την πόλη μου.
               Μετά από δυόμιση ώρες κουραστικής και γρήγορης οδήγησης έφτασα επιτέλους στο σπίτι μου, που βρισκόταν σε διαδικασία καθαριότητας για να υποδεχθεί τους υποψήφιους αγοραστές του. Μόλις μπήκα μέσα σ ’αυτό η καρδιά μου έφυγε από τη θέση της και τα δάκρυα συνόδευσαν τα γαλανά μου μάτια. Η μητέρα μου σπάραξε μόλις με είδε και έτρεξε στην αγκαλιά μου. Αφού ανέβηκα στο δωμάτιό μου οι αναμνήσεις κατέκλυσαν το μυαλό μου. Στη μία γωνιά έβλεπα παιχνίδια με τα αδέρφια μου, στην άλλη εξαντλητικά διαβάσματα πριν από εξετάσεις, στην άλλη στιγμές με την οικογένειά μου και όλα αυτά στο μέρος που είχα πρόσφατα αφήσει. Υποσχέθηκα να μην ξαναφύγω χωρίς λόγο και με αυτήν μου την υπόσχεσή οι γονείς μου κράτησαν το υπέροχο αυτό σπίτι . Δεν είναι καμία πολυτελής βίλα, αντιθέτως τα πλακάκια είναι παλιά και οι τοίχοι σχεδόν καταρρέουν. Η βρύση χαλάει συνεχώς και τα σκαλιά και οι πόρτες ανελέητα . Όσο για την εμφάνισή του… είναι τουλάχιστον απογοητευτική. Αλλά είναι το σπίτι μου και το αγαπώ.
                Τελικά τι είναι το σπίτι; Δεν είμαι και πολύ σίγουρη αλλά ξέρω πως σίγουρα δεν είναι δεδομένο. Είναι στιγμές, αναμνήσεις, χαρές, λύπες. Είναι αδιαμφισβήτητα ένα καίριο κομμάτι της ζωής σου. Στεγάζει την οικογένειά σου και κάθε είδους περιπέτεια που έχεις ζήσει μέσα και έξω από αυτό. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος που δεν έχει τέλος παρά μόνο πόρτες που μένουν πάντα ανοικτές και σε περιμένει να γυρίσεις όπου κι αν έχεις πάει. Είναι το σπίτι σου και δεν το αφήνεις.  
                                                                               
                                                                             Χατζίδη Ιωάννα (2017-2018)   
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου